μετενδιδυσκόμενοι

μετενδιδυσκόμενοι
μετά-ἐνδιδύσκω
put on
pres part mp masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μετενδιδύσκω — (Μ) 1. αλλάζω στολή, ντύνω κάποιον με άλλο ένδυμα 2. (το μέσ.) μετενδιδύσκομαι μτφ. αλλάζω κάτι, αποβάλλω κάτι («τὴν κατήφειαν μετενδιδυσκόμενοι εὐφροσύνης ἀγαλλιάματι», Θεόδ. Στουδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἐνδιδύσκω «ντύνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”